-
1 τρώει
τό νταούλι (или τό χταπόδι) он получил по первое число;έφαγε την παπάρα (или την χυλόπιττα) он остался с носом, ушёл не солоно хлебавши (при сватовстве); τρώει σά λύκος он ненасытен как волк; φάγαμε το βόϊδι και απόμεινε η ουρά του дело близится к концу; τρων τα σάλια τους их водой не разольёшь; δεν τρώει αχερα его на мякине не проведёшь; έφαγε το ψωμί του он изжил себя, устарел; έφαγα το ψωμί του я ел его хлеб; τό τρώω και με τρώει кусок в горло не идёт; η μάννα τρώει και τού παιδιού δε δίνει пальчики оближешь; τρώω έναν περίδρομο наедаться до отвала;τρώει τον κόσμο — обыскать весь свет;
τον τρώει η γλώσσα του у него язык чешется;έφαγα τα συκώτια μου я приложил все усилия, я сделал всё возможное; φάτε, μάτια, ψάρια και κοιλιά περ||δρομο погов, око видит, да зуб неймёт; οι γονιοί τρων τα δαμάσκηνα και τα παιδιά μουδιάζουν посл, за ошибки родителей приходится расплачиваться детям; άς τρώει η γριά κι' ας μουρμουρίζει ο γέρος погов, не до дружка — до своего брюшка; όποιος έχει γρόθο τρώει καρύδια посл, сильный сколько сможет, столько и сгложет;1) — быть съедобным;τρώειομαι
2) быть сносным, терпимым;δεν τρώειεται — это нестерпимо;
3) упорно добиваться, домогаться, стараться изо всех сил;φαγώθηκε να 'ρθειμαζί μου он очень хотел прийти со мной;μιά ώρα με τρώειεταινάτοβ δώσω δανεικά — он целый час клянчил у меня взаймы;
4) ссориться, конфликтовать; грызться (прост.);τρώειονται σαν τα σκυλιά — они грызутся как собаки;
5) изнашиваться, истрёпываться;§ τρώειεται με τα ρούχα του — он вечно брюзжит;
μήτε ωμός τρώειεται, μήτε ψημένος — с ним каши не сваришь;
δεν τρώειονται όλα όσα πέτονται — погов, не всё то золото, что блестит
См. также в других словарях:
ωμός — Μέρος του σώματος που ενώνει το επάνω άκρο με τον κορμό· η κλείδα, η ωμοπλάτη και η ωμοβραχιόνια άρθρωση αποτελούν τον σκελετό ο οποίος καλύπτεται από τις μυϊκές μάζες που κατευθύνονται προς τον λαιμό, το στήθος, τη ράχη και τον βραχίονα. Η… … Dictionary of Greek
τρώγω — ΝΜΑ, και τρώω Ν, και δωρ. τ. τράγω Α μασώ και καταπίνω στερεά ή ημιστερεά τροφή, εσθίω (α. «ζεστό ψωμί δεν έφαγα / γλυκό κρασί δεν ήπια», δημ. τραγούδι β. «ὁ τρώγων μου τὴν σάρκα καὶ πίνων μου τὸ αἷμα», ΚΔ) νεοελλ. 1. (κατ επέκτ.) παίρνω… … Dictionary of Greek